πετροκάρβουνο

πετροκάρβουνο
το
λιθάνθρακας, γαιάνθρακας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πετροκάρβουνο — το, Ν γαιάνθρακας, λιθάνθρακας …   Dictionary of Greek

  • πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια …   Dictionary of Greek

  • Αμπχαζία — Αυτόνομη δημοκρατία (8.660 τ. χλμ., 520.000 κάτ. το 2002) που υπάγεται στη Δημοκρατία της Γεωργίας. Βρίσκεται ΒΔ της Υπερκαυκασίας και βρέχεται στα ΝΔ από τη Μαύρη Θάλασσα. Πρωτεύουσα είναι η Σουχούμι (110.000 κάτ. το 2002). Οι κάτοικοί της είναι …   Dictionary of Greek

  • Ντικτόνιους, Έλμερ — (ElmerDiktonius, Χέλσινγκφορς 1896 – Ελσίνκι 1961). Φιλανδός σουηδόφωνος ποιητής. Γιος εργατών σπούδασε μουσική και σύνθεση στην πατρίδα του και στο εξωτερικό· κατόπιν αφοσιώθηκε αποκλειστικά στη λογοτεχνία και συνδέθηκε με την ομάδα των… …   Dictionary of Greek

  • άνθρακας — ο 1. το ξυλοκάρβουνο. 2. το πετροκάρβουνο. 3. ο άνθρακας για τις ηλεκτρικές λάμπες. 4. πολύτιμος λίθος (διαμάντι, ρουμπίνι). 5. λοιμική αρρώστια σε ανθρώπους και ζώα. 6. χημικό στοιχείο που βρίσκεται στη φύση με διάφορες μορφές (ορυκτός άνθρακας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαιάνθρακας — ο ορυκτός άνθρακας, ο λιθάνθρακας, το πετροκάρβουνο: Στην περιοχή μας υπάρχουν πολλά κοιτάσματα γαιανθράκων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιθάνθρακας — ο ορυκτός άνθρακας, το πετροκάρβουνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”